Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ο καθένας έχει τα

  • 1 манера

    θ.
    1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•

    манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•

    резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•

    у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.

    || συνήθεια•

    у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.

    2. ύφος, στυλ•

    манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•

    переменить -у αλλάζω το στυλ.

    3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•

    вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•

    непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•

    скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•

    странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.

    εκφρ.
    всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά.

    Большой русско-греческий словарь > манера

  • 2 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 3 полагаться

    полагаться
    несов
    1. (рассчитывать) ὑπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι:
    я всецело \полагатьсяюсь на вас βασίζομαι ἀπόλυτα σέ σᾶς·
    2. безл:
    \полагатьсяется... πρέπει...· как \полагатьсяется ὀπως πρέπει· э́того делать не \полагатьсяется αὐτό δέν ἐπιτρέπεται·
    3. (причитаться):
    что ему́ \полагатьсяется? τί ἐχει νά παίρνει;· каждому \полагатьсяется по 10 рублей ὁ καθένας ἔχει νά παίρνει ἀπό 10 ρούβλια.

    Русско-новогреческий словарь > полагаться

  • 4 δικός

    η, ό 1.
    1) свой, собственный;

    δικός μου (σου, του, μας κ.λ.π.) — мой (твой, его, наш и т. д.);

    είναι δική του γνώμη — это — его собственное мнение;

    2) свой, близкий, родной (о человеке);

    θα στείλω δικους μου ανθρώπους — я пошлю своих людей;

    πώς είναι οι δικοί σου; — как твой родные?;

    2.
    1) (ο) родственник; 2):

    τα δικά — заботы;

    ο καθένας έχει τα δικά του — у каждого свои заботы;

    § έχει το δικό του — он хорошо обеспечен

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικός

  • 5 λόξα

    η
    1) странность, причуда, чудачество;

    έχω πολλές λόξες — быть со странностями;

    είμαι λόξα — быть странным, чудаковатым; — быть чокнутым;

    ο καθένας έχει τίς λόξες του — всякий

    по-своему с ума сходит;
    2) см. λοξότητα; 3) клин (материи или земли)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόξα

  • 6 μπαντιέρα

    η знамя, флаг, стяг;

    § σηκώνω μπαντιέρα — восставать, поднимать знамя мятежа;

    ο καθένας έχει δική του μπαντιέρα ( — или την μπαντιέρα του) — у каждого своя дорога

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπαντιέρα

  • 7 παντιέρα

    η знамя, флаг;

    σηκώνω παντιέρα — а) восставать; — бунтовать; — б) выходить из повиновения, не подчиняться;

    § ο καθένας έχει την παντιέρα του — у каждого своя дорога

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παντιέρα

  • 8 стиль

    α.
    1. το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύφος λόγου•

    романтический стиль в литературе ρω-μαντικό στυλ στη λογοτεχνία•

    готический γοτθικό στυλ•

    древнегреческий стиль в архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτον ικής•

    газетный стиль το στυλ εφημερίδων•

    лаконический λακωνικό στυλ•

    стиль фельетона στυλ επιφυλλίδας.

    2. τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυμασίας κλπ. стиль руководства στυλ καθοδήγησης•

    модный стиль μοντέρνο στυλ•

    у каждого есть свой стиль ο καθένας έχει το δικό του στυλ.

    3. το σύστημα μέτρησης του χρόνου•

    старый стиль το παλιό ημερολόγιο•

    новый ή грегорианский стиль το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο.

    Большой русско-греческий словарь > стиль

  • 9 γούστο

    τό
    1) прям., перен. вкус;

    ντύνομαι με γούστο — одеваться со вкусом, красиво;

    έχω καλό (κακό) γούστο — иметь хороший (плохой) вкус;

    2) удовольствие, веселье, хорошее настроение;

    κάνω γούστοнаслаждаться (чём-л.), находить удовольствие (в чём-л.);

    3) прихоть, каприз, причуда;

    του κάνει όλα τα γούστα — онв исполняет все его капризы; — она.потакает ему во всём;

    τό κάνω έτσι γιά ( — или γιά ένα) γούστο — делать что-л, для своего собственного удовольствия, из прихоти;

    § δεν ειναι τού γούστου μου — или δεν το κάνω γούστο — это мне не нравится; — это не в моём вкусе;

    ειναι ζήτημα γούστου — Зто дело вкуса;

    έχει γούστο να... ирон. — было бы забавно..., было

    бы здорово...;

    έχει πολύ γούστο αυτό το μωρό — это прелестный ребёнок;

    ο καθένας με τα γοδστα του погов, на вкус и на цвет товарища нет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γούστο

  • 10 κολάϊ

    τό
    1) удобство, комфорт;

    ο καθένας κοιτάζει το κολάϊ του — каждый заботится о своём комфорте;

    2) лёгкость, возможность достижения (чего-л.);

    § δεν είναι κολάϊ — это не легко;

    δεν γίνεται κολάϊ ( — это) невозможно поправить;

    κάθε δουλιά έχει το κολάϊ της — к каждому делу нужен свой подход;

    αυτός ο άνθρωπος έχει το κολάϊ του — у него достаточно средств (денег);

    αυτός πάει με το κολάϊ του — а) он не торопится, не беспокоится; — б) он заботится о своём удобстве

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κολάϊ

  • 11 πετριά

    η
    1) удар камнем; 2) кидание камня; 3) расстояние брошенного камня;

    έχει μιά πετριά χωράφι — у него крошечный клочок земли;

    4) перен. намёк;

    ρίχνω μιά πετριά σε κάποιον ' — бросать камень в чеи-л. огород;

    5) странность; — пунктик (разг) ο καθένας με την πετριά του — у каждого свой пунктик

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πετριά

См. также в других словарях:

  • μπαντιέρα — και παντιέρα, η (Μ μπαντιέρα και παντιέρα) σημαία, μπαϊράκι, λάβαρο νεοελλ. φρ. α) «σηκώνω μπαντιέρα» επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι β) «ο καθένας έχει τη μπαντιέρα του» ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ο καθένας κάνει αυτό που θέλει.… …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • παντιέρα — η (λ. ιταλ.), σημαία κυρ. ναυτική· φρ., «Σήκωσε παντιέρα», επαναστάτησε. «Καθένας έχει τη δική του παντιέρα», ο καθένας ακολουθεί το δικό του δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόξα — η 1. η ιδιότητα τού λοξού, η λοξότητα 2. τεμάχιο υφάσματος κομμένο λοξά 3. στενό τεμάχιο εδάφους που έχει πλευρές που τέμνονται λοξά 4. ιδιότροπη αντίληψη, ιδιοτροπία, παραξενιά («ο καθένας έχει τις λόξες του») 5. φρ. «είναι λόξα» είναι… …   Dictionary of Greek

  • όρτα — η, ΝΜ 1. θύρα, φράγμα ξύλινο ή μετάλλινο, μονόφυλλο ή δίφυλλο που ανοιγοκλείνει, με το οποίο κλείνεται ένα άνοιγμα που χρησιμεύει ως είσοδος κτηρίου ή δωματίου 2. πύλη φρουρίου ή περιτειχισμένου χώρου (α. «κάστρο ξακουστό / με πόρτες ατσαλένιες… …   Dictionary of Greek

  • συγκυριότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα ή το δικαίωμα τού συγκυρίου, το να είναι κανείς κάτοχος ενός πράγματος από κοινού με άλλον 2. (νομ.) κυριότητα ασκούμενη συγχρόνως από περισσότερους δικαιούχους κατά το ποσοστό τής αναλογίας που ο καθένας έχει σε αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • συνδειπνώ — συνδειπνῶ, έω, ΝΑ [σύνδειπνος] 1. δειπνώ μαζί με κάποιον 2. παίρνω μέρος σε συμπόσιο αρχ. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ συνδειπνοῡντες αυτοί που μετέχουν σε ερανικό δείπνο, σε δείπνο που ο καθένας έχει προσφέρει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ατομισμός — ο 1. η συνείδηση που υπάρχει στον κάθε άνθρωπο για την αυτοτελή του ύπαρξη, υπόσταση: Καθένας έχει τον ατομισμό του. 2. η θεωρία σύμφωνα με την οποία ο κόσμος αποτελέστηκε με τον αυτόματο συνδυασμό ατόμων (ατομική θεωρία): Ο Λεύκιππος και ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράνομα — επίρρ. τροπ., παρά το νόμο, κατά παράβαση του νόμου: Οι οδηγοί που σταθμεύουν παράνομα τιμωρούνται. το το επίθετο, αλλά και το παρατσούκλι: Ποιο είναι το όνομα και το παράνομά σου; – Σε τούτο το χωριό ο καθένας έχει κι ένα παράνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»